- χαλαστόν
- τὸ, Μ [χαλῶ]η αλυσίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαστά — χαλαστόν festoon neut nom/voc/acc pl χαλαστός relaxed neut nom/voc/acc pl χαλαστά̱ , χαλαστός relaxed fem nom/voc/acc dual χαλαστά̱ , χαλαστός relaxed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαστῶν — χαλαστόν festoon neut gen pl χαλαστός relaxed fem gen pl χαλαστός relaxed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek